1 Σεπτεμβρίου 2012

I just want to live it all over again, is it too much to ask?

Που λέτε, έχω κι εγώ ένα χωριό.
Βασικά έχω δύο χωριά, αλλά στο ένα πάω σπάνια, ενώ στο άλλο πηγαίνω συνέχεια. Το χωριό του πατέρα μου λοιπόν το λένε Πιάνα (η Πιάνα, θηλυκό είναι :Ρ) και βρίσκεται 19 χιλιόμετρα μακριά από την Τρίπολη, γύρω στα 20 λεπτά με το αμάξι. Εκεί έχω περάσει πολύ καιρό από την ζωή μου, με τον παππού και την γιαγιά μου, καθώς πήγαινα και πηγαίνω κάθε Σαββατοκύριακο.
Το χωριό μου το αγαπάω τρελά. Είναι πανέμορφο, έχει καλούς ανθρώπους και γενικά το νιώθω σαν δεύτερο σπίτι μου. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν έχω παρέα. Υπάρχουν παιδιά που μένουν μόνιμα, αλλά είναι λίγα και το μόνο που είναι στην ηλικία μου είναι αγόρι. Εντάξει, με αυτό το αγόρι, τον Θ., είμαστε σαν αδέρφια, μαζί έχουμε μεγαλώσει, αλλά είναι κολλητός με τον αδερφό μου και δεν έχουμε τα ίδια ενδιαφέροντα, οπότε ενώ αυτός και ο αδερφός μου είναι κάθε μέρα μαζί, ή στο σπίτι ή στην πλατεία, εγώ είμαι κολλημένη στο σπίτι με τους παππούδες μου.
Το Πάσχα έρχονται ένα-δυο κορίτσια, και περνάω κάπως καλύτερα. Το καλοκαίρι όμως, μέσα Αυγούστου, είναι πραγματικά παράδεισος.
Και αυτό ήταν ο πρόλογος :Ρ
Θέλω να ξαναζήσω την περίοδο 12-18 Αυγούστου ξανά και ξανά, να μην τελειώσει ποτέ.
Στις 12 Αυγούστου, ο αδερφός μου θα πήγαινε στην πλατεία, αφού τώρα πια δεν ήταν μόνο ο Θ. αλλά και πολλά άλλα αγόρια. Κάπως βρέθηκε το κινητό μου στα χέρια του και μου είπε ότι έχω μήνυμα από την Κ. που λέει ότι είναι στην Πιάνα. Πετάχτηκα και εγώ πάνω, τσέκαρα για να δω αν λέει αλήθεια, αφού δεν περίμενα την Κ. πριν τις 15 Αυγούστου (μένει στην Θεσσαλονίκη να προσθέσω :Ρ), ίσα που δεν τσίριξα, και έτρεξα να ετοιμαστώ.
Και κάπως έτσι άρχισε ένα από τα ωραιότερα καλοκαίρια στο χωριό. Συναντήθηκα με την Κ. στην πλατεία, αγκαλιές-φιλιά, είπαμε τα νέα μας και ήξερα ότι τώρα πια θα έβγαινα κάθε μέρα στην πλατεία. 
Πέρασαν μια-δυο μέρες και καθώς κάναμε βόλτα, βλέπουμε μια γνωστή φυσιογνωμία στο βάθος. Γυρίζω στην Κ. και της λέω "Αυτή δεν είναι η Γ.?", χωρίς να μπορώ να το πιστέψω ούτε εγώ. Πράγματι ήταν η Γ. μαζί με τον αδερφό της τον Δ. και τον ξάδερφό της τον Α. Αγκαλιές, φιλιά και εκεί, είπαμε τα νέα μας και είπαμε να συναντηθούμε αργότερα γιατί είχαν κάτι να κάνουν.
Μετά από κάμποση ώρα, αφού δεν ερχόντουσαν, πήγαμε σπίτι τους να τους βρούμε. Ήταν στην αυλή και έπαιζαν Ιστορίες Μυστηρίου ή Blue Stories ή όπως αλλιώς λέγονται, στις οποίες όπως ανακάλυψα είμαι υπερβολικά καλή, τρόμαξαν οι άνθρωποι :Ρ
Εκείνο το βράδυ μας βρήκε στην πλατεία, γύρω στα 15 άτομα, αφού ενωθήκαμε και με την παρέα του αδερφού μου, να παίζουμε UNO, μετά πίσω από την εκκλησία να παίζουμε Παλέρμο με τον ένα Δ. να είναι σε φάση "Η Ελεάννα το έκανε!", με το που ξημέρωνε η νύχτα και γενικά πολύ γέλιο και χαρά.
Στις 14 Αυγούστου στο χωριό είχε πανηγύρι, επειδή ήταν παραμονή της Παναγίας. Η Κ. είχε τρελαθεί επειδή ήθελα να πει χρόνια πολλά σε... κάποιον από την Θεσσαλονίκη, που είχε τα γενέθλια του, η Δ. την οποία αντιπαθώ αφάνταστα, καθόταν με την Γ. και ήταν και πόσα άλλα παιδιά, οπότε παίξαμε παντομίμα, με τον Κ. να σκέφτεται δικές του ταινίες με τρελά ονόματα :Ρ Με το που ανακοίνωσαν ότι μπορούμε να πάμε να φάμε, εγώ και η Κ. πεταχτήκαμε και πήραμε πρώτες φαγητό (ΧΑ.-) γιατί μας είχε κόψει η πείνα, και αφήσαμε τους υπόλοιπους να βασανίζονται στην ουρά.
Το πρόβλημα με αυτό το γλέντι είναι πως κρατάει πολύ. Αυτό δεν είναι κακό βέβαια, αλλά το επόμενο πρωί έπρεπε να πάμε εκκλησία. Γύρισα σπίτι στις 5 το πρωί και στις 8 ήμουν στο εκκλησάκι. Περιττό να πω πως όλοι ήμασταν σαν ζόμπι, αφού πολλοί δεν είχαν κοιμηθεί καθόλου.
Τα περισσότερα παιδιά έφυγαν, της παρέας μου τουλάχιστον, αλλά στις 18 ήταν η εκδρομή του συλλόγου στο Γύθειο. Στην αρχή δεν ήθελα να πάω, αλλά με ανάγκασαν γιατί δεν μπορούσα να μείνω μόνη μου στο σπίτι. Ποιος να το 'λεγε πως θα περνούσα τόσο καλά. Σταματήσαμε στην Σπάρτη, πήγαμε στα Goody's όπου συνέβησαν πολλά και διάφορα, και όπως σε κάθε εκδρομή, αργήσαμε να πάμε στο σημείο συνάντησης από όπου θα έφευγε το λεωφορείο, αλλά συνηθισμένα τα βουνά στα χιόνια, ελάχιστο κράξιμο φάγαμε. Μόλις φτάσαμε στο Γύθειο, σταματήσαμε σε μια παραλία και μας είπαν να κάνουμε μπάνιο εάν θέλουμε. Εγώ ήθελα, αλλά κάτι το ότι δεν είχα το καλό μου μαγιό, κάτι το ότι δεν νιώθω καθόλου άνετα με το σώμα μου, όλο το καθυστερούσα. Αλλά στο τέλος δεν άντεξα, βούτηξα. Και εάν εξαιρέσετε εκείνα τα παλιόψαρα που τσίμπαγαν σαν δαιμονισμένα και μας μάτωναν τα πόδια, ήταν υπέροχα. Αφού φάγαμε κάτι λαστιχένια καλαμάρια, σταματήσαμε για καφέ. Εμείς τα παιδιά πήγαμε στην Δωδώνη, οπού αναρωτιέμαι πως δεν πεθάναμε από τα γέλια με τον τρόπο που γέλαγε η σερβιτόρα, τα αγόρια έσκασαν στο φαγητό και πήραμε το δρόμο του γυρισμού με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Και κάπως έτσι τελείωσε το καλοκαίρι μου. Απολογισμός: ΠΕΡΑΣΑ ΥΠΕΡΟΧΑ. Γυρνούσα κάθε βράδυ σπίτι τα ξημερώματα, με την γιαγιά μου να φωνάζει, έμαθα Κουμ-Καν, Τίτσου (<3), γέλασα, χάρηκα, έπαιξα, ήταν ένα από τα καλύτερα καλοκαίρια της ζωής μου. Και τώρα περιμένουν να ξανασυμβιβαστώ με το να κάθομαι όλη μέρα σπίτι και να βαριέμαι.
Αλλά έτσι είναι η ζωή. Τώρα μπορώ απλώς να περιμένω το επόμενο καλοκαίρι. Και του χρόνου λοιπόν!