Ξέρω πως μόλις ανοίξαμε το μπλογκ σας υποσχεθήκαμε χαρούμενες αναρτήσεις με τα καλά πράγματα που συμβαίνουν στην ζωή μας, με ευτυχισμένες σκέψεις και αναμνήσεις. Αλλά δυστυχώς δεν γίνεται. Όσο κι αν προσπαθήσω δεν γίνεται, γιατί αυτή την στιγμή είμαι μια μεγάλη μπάλα ανάμεικτων συναισθημάτων. Και αυτή η ανάρτηση θα είναι τελείως κουλουβάχατα. (<δεν μου βγάζει κόκκινη γραμμή κάτω από το κουλουβάχατα, ο γκαντ :Ρ)
Υπάρχει χαρά, σίγουρα. Πήγα στο Λονδίνο, πέρασα υπέροχα και τώρα καλοκαίρι. Διακοπές.
Και κάποια στιγμή ξαφνικά με χτύπησε κατακέφαλα, το κατάλαβα επιτέλους. Δεν έχω φίλους. Πραγματικούς φίλους, εδώ κοντά μου τουλάχιστον. Έχω φίλους στην Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στην Κατερίνη, στην Ρόδο, στην Κύπρο, στα Γιάννενα, στην Βέροια και σε τόσα άλλα μέρη, αλλά κανέναν εδώ κοντά μου. Φυσικά, δεν κατηγορώ αυτούς. Την ρημάδα (<κάτω από το ρημάδα βγάζει κόκκινη γραμμή *φειςπαλμ*) την τύχη κατηγορώ, που με τα άτομα που ταιριάζεις περισσότερο σε βάζει όσο πιο μακριά μπορεί. Αυτό το κατάλαβα δύο φορές. Στο Λονδίνο, όταν κατάφερα επιτέλους να κάτσω στο λάπτοπ και μπήκα στο facebook, μου μίλησε μία συμμαθήτριά μου και πέντε άτομα από το φόρουμ. Και με την σειρά μου όταν γύρισα σπίτι, τα πρώτα άτομα που ήθελα να μιλήσω για να πω πως πέρασα ήταν άτομα από εκεί. Γιατί δεν νιώθω ότι οι άλλοι με καταλαβαίνουν γαμώτο.
Έβγαλα την πρώτη γυμνασίου με 19 9/13, πολύ καλά. Και τώρα έρχεται μια καινούρια χρονιά. Και ρωτάω εγώ, γιατί πρέπει το μόνο πράγμα που νιώθω για αυτή την καινούρια χρονιά να είναι ανασφάλεια? Ανασφάλεια για το εάν η Δ. θα θέλει ακόμα να κάτσει μαζί μου, για το αν τα κορίτσια θα θέλουν να βγαίνουν μαζί μου, για το αν ο Χ. θα μου μιλάει και το κυριότερο, αλλά ίσως και το πιο χαζό, αν ο άλλος Χ. θα ξανακάτσει μπροστά μου. Σίγουρα δεν μπορώ να του το ζητήσω, δεν είμαστε δα και τόσο κοντινοί φίλοι, ντρέπομαι, αλλά ρε συ, από την στιγμή που άλλαξε θέση και κάθισε μπροστά μου, το μάθημα περνούσε πιο ευχάριστα. Εγώ καθόμουν μόνη μου, αυτός με έναν φίλο του που πρόσεχε συνέχεια στην τάξη και μιλάγαμε. Απλώς μιλάγαμε, για πράγματα που πραγματικά ενδιέφεραν και τους δύο. Για υπολογιστές, για τεχνολογία, για κινητά, για ταινίες, για τηλεόραση, για μπάσκετ, πραγματικά περνούσαμε καλά και γελούσαμε. Θέλω ξανά διαγωνίσματα Οικιακής Οικονομίας που δεν είχε διαβάσει και του έλεγα όλες τις απαντήσεις και μετά έλεγε "Οι 15 βαθμοί του διαγωνίσματος είναι της Ελεάννας". Δεν μπορώ χωρίς τις παρατηρήσεις της φιλολόγου επειδή μιλάγαμε στο μάθημα, εκείνες που με το κρύο χιούμορ της μας έκανε και τους δύο να κοκκινίζουμε, και γιατί είμαστε κοτζάμ μαθητές του 19 και 10/13 αλλά και για... άλλους λόγους. Θέλω κι άλλα διαγωνίσματα αλλά και απλά μαθήματα πληροφορικής που πιάναμε την κουβέντα και γελάγαμε και με τους δύο Χ. Μου λείπουν οι ώρες γυμναστικής που τους παρακαλούσα να παίξουν μπάσκετ γιατί δεν ήθελα να παίξω με τα κορίτσια βόλλευ. Και εάν κάποτε με άκουγαν, εάν πηγαίναμε όλα τα κορίτσια να τους ζητήσουμε να παίξουμε μαζί, ο ίδιος ο Χ. θα μας έδιωχνε, αλλά εάν πήγαινα μετά μόνη μου, ο Χ. ήταν ο πρώτος που φώναζε "Η Ελεάννα μαζί μας", πριν καν ζητήσω να παίξω. Και μετά, έξω από την τάξη, τίποτα. Μου μιλούσε μόνο τυπικά, έχανα αυτό το άτομο που περνούσαμε τόσο ωραία στην τάξη με το που χτυπούσε το κουδούνι και κατεβαίναμε εκείνες τις καταραμένες τις σκάλες. Και δεν το καταλαβαίνω ρε γαμώτο. Γιατί δεν μπορεί κανένας από τους δυο μας να πάει να πιάσει κουβέντα εκτός μαθήματος στον άλλον? Γιατί στερούμε από τους εαυτούς μας αυτή την φιλία?
Και η τελευταία παράγραφος αυτολύπησης. Μου λείπει η Δ. (όχι αυτή που ανέφερα πιο πάνω), το μόνο άτομο που μπορούσα ποτέ να αναφερθώ ως κολλητή μου. Έξι χρόνια στην ίδια τάξη, έξι χρόνια στο ίδιο θρανίο, έξι χρόνια ήταν από τους λίγους ανθρώπους που εμπιστευόμουν. Δεν ήμασταν ποτέ ανοιχτοί άνθρωποι, καμία από τις δύο, δεν καθόμασταν με τις ώρες να λέμε τα εσώψυχα μας, αλλά πάντα ξέραμε ότι είχαμε ένα στήριγμα η μία στην άλλη. Και μετά μεγαλώσαμε. Πήγαμε γυμνάσιο, σε διαφορετικά σχολεία. Και να σας εξομολογηθώ κάτι για το οποίο μισώ τον εαυτό μου, υπήρξε μια στιγμή, μπορεί να ήταν μικρή αλλά υπήρξε, που χάρηκα γι' αυτό. Χάρηκα που χωριζόμασταν. Νόμιζα, το ζώον, ότι δεν γίνεται να μείνω κολλημένη σε μία φιλία για όλη μου την ζωή, ότι πρέπει να γνωρίσω καινούρια άτομα. Θα μπορούσα να κάνω μεγαλύτερο λάθος? Δεν νομίζω. Και δεν λέω, στην αρχή κρατήσαμε επαφή. Αλλά μια μέρα με πήρε τηλέφωνο και δεν το άκουσα. Είδα την κλήση της και δεν νοιάστηκα. Και όταν μετά από μέρες την πήρα εγώ, δεν απάντησε αυτή. Έχουμε να μιλήσουμε γύρω στους δύο μήνες. Και μου λείπει, μου λείπει πολύ. Και τώρα, που νιώθω έτσι, θέλω τόσο πολύ να πιάσω το τηλέφωνο και να καλέσω τον αριθμό που έχω καλέσει τόσες φορές στο παρελθόν. Όμως φοβάμαι. Φοβάμαι ότι αυτή κατάφερε να προχωρήσει. Ότι έχει καινούριες φίλες, ότι θα καθόμαστε αμήχανα χωρίς να έχουμε τι να πούμε. Φοβάμαι ότι έχω χάσει την μοναδική πραγματική φίλη που είχα ποτέ. Και δεν θέλω, το ξέρω ότι φταίω, αλλά έκανα λάθος. Ποτέ δεν ήθελα να φύγει από την ζωή μου και τώρα που αυτό γίνεται, νιώθω ένα τεράστιο κενό μέσα μου.
Αχ, κλαφτήκαμε και σήμερα. ευχαριστώ για την προσοχή σας και για όλο τον χρόνο που σπαταλήσατε διαβάζοντας αυτή την ανάρτηση.
Υπάρχει χαρά, σίγουρα. Πήγα στο Λονδίνο, πέρασα υπέροχα και τώρα καλοκαίρι. Διακοπές.
Και κάποια στιγμή ξαφνικά με χτύπησε κατακέφαλα, το κατάλαβα επιτέλους. Δεν έχω φίλους. Πραγματικούς φίλους, εδώ κοντά μου τουλάχιστον. Έχω φίλους στην Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα, στην Κατερίνη, στην Ρόδο, στην Κύπρο, στα Γιάννενα, στην Βέροια και σε τόσα άλλα μέρη, αλλά κανέναν εδώ κοντά μου. Φυσικά, δεν κατηγορώ αυτούς. Την ρημάδα (<κάτω από το ρημάδα βγάζει κόκκινη γραμμή *φειςπαλμ*) την τύχη κατηγορώ, που με τα άτομα που ταιριάζεις περισσότερο σε βάζει όσο πιο μακριά μπορεί. Αυτό το κατάλαβα δύο φορές. Στο Λονδίνο, όταν κατάφερα επιτέλους να κάτσω στο λάπτοπ και μπήκα στο facebook, μου μίλησε μία συμμαθήτριά μου και πέντε άτομα από το φόρουμ. Και με την σειρά μου όταν γύρισα σπίτι, τα πρώτα άτομα που ήθελα να μιλήσω για να πω πως πέρασα ήταν άτομα από εκεί. Γιατί δεν νιώθω ότι οι άλλοι με καταλαβαίνουν γαμώτο.
Έβγαλα την πρώτη γυμνασίου με 19 9/13, πολύ καλά. Και τώρα έρχεται μια καινούρια χρονιά. Και ρωτάω εγώ, γιατί πρέπει το μόνο πράγμα που νιώθω για αυτή την καινούρια χρονιά να είναι ανασφάλεια? Ανασφάλεια για το εάν η Δ. θα θέλει ακόμα να κάτσει μαζί μου, για το αν τα κορίτσια θα θέλουν να βγαίνουν μαζί μου, για το αν ο Χ. θα μου μιλάει και το κυριότερο, αλλά ίσως και το πιο χαζό, αν ο άλλος Χ. θα ξανακάτσει μπροστά μου. Σίγουρα δεν μπορώ να του το ζητήσω, δεν είμαστε δα και τόσο κοντινοί φίλοι, ντρέπομαι, αλλά ρε συ, από την στιγμή που άλλαξε θέση και κάθισε μπροστά μου, το μάθημα περνούσε πιο ευχάριστα. Εγώ καθόμουν μόνη μου, αυτός με έναν φίλο του που πρόσεχε συνέχεια στην τάξη και μιλάγαμε. Απλώς μιλάγαμε, για πράγματα που πραγματικά ενδιέφεραν και τους δύο. Για υπολογιστές, για τεχνολογία, για κινητά, για ταινίες, για τηλεόραση, για μπάσκετ, πραγματικά περνούσαμε καλά και γελούσαμε. Θέλω ξανά διαγωνίσματα Οικιακής Οικονομίας που δεν είχε διαβάσει και του έλεγα όλες τις απαντήσεις και μετά έλεγε "Οι 15 βαθμοί του διαγωνίσματος είναι της Ελεάννας". Δεν μπορώ χωρίς τις παρατηρήσεις της φιλολόγου επειδή μιλάγαμε στο μάθημα, εκείνες που με το κρύο χιούμορ της μας έκανε και τους δύο να κοκκινίζουμε, και γιατί είμαστε κοτζάμ μαθητές του 19 και 10/13 αλλά και για... άλλους λόγους. Θέλω κι άλλα διαγωνίσματα αλλά και απλά μαθήματα πληροφορικής που πιάναμε την κουβέντα και γελάγαμε και με τους δύο Χ. Μου λείπουν οι ώρες γυμναστικής που τους παρακαλούσα να παίξουν μπάσκετ γιατί δεν ήθελα να παίξω με τα κορίτσια βόλλευ. Και εάν κάποτε με άκουγαν, εάν πηγαίναμε όλα τα κορίτσια να τους ζητήσουμε να παίξουμε μαζί, ο ίδιος ο Χ. θα μας έδιωχνε, αλλά εάν πήγαινα μετά μόνη μου, ο Χ. ήταν ο πρώτος που φώναζε "Η Ελεάννα μαζί μας", πριν καν ζητήσω να παίξω. Και μετά, έξω από την τάξη, τίποτα. Μου μιλούσε μόνο τυπικά, έχανα αυτό το άτομο που περνούσαμε τόσο ωραία στην τάξη με το που χτυπούσε το κουδούνι και κατεβαίναμε εκείνες τις καταραμένες τις σκάλες. Και δεν το καταλαβαίνω ρε γαμώτο. Γιατί δεν μπορεί κανένας από τους δυο μας να πάει να πιάσει κουβέντα εκτός μαθήματος στον άλλον? Γιατί στερούμε από τους εαυτούς μας αυτή την φιλία?
Και η τελευταία παράγραφος αυτολύπησης. Μου λείπει η Δ. (όχι αυτή που ανέφερα πιο πάνω), το μόνο άτομο που μπορούσα ποτέ να αναφερθώ ως κολλητή μου. Έξι χρόνια στην ίδια τάξη, έξι χρόνια στο ίδιο θρανίο, έξι χρόνια ήταν από τους λίγους ανθρώπους που εμπιστευόμουν. Δεν ήμασταν ποτέ ανοιχτοί άνθρωποι, καμία από τις δύο, δεν καθόμασταν με τις ώρες να λέμε τα εσώψυχα μας, αλλά πάντα ξέραμε ότι είχαμε ένα στήριγμα η μία στην άλλη. Και μετά μεγαλώσαμε. Πήγαμε γυμνάσιο, σε διαφορετικά σχολεία. Και να σας εξομολογηθώ κάτι για το οποίο μισώ τον εαυτό μου, υπήρξε μια στιγμή, μπορεί να ήταν μικρή αλλά υπήρξε, που χάρηκα γι' αυτό. Χάρηκα που χωριζόμασταν. Νόμιζα, το ζώον, ότι δεν γίνεται να μείνω κολλημένη σε μία φιλία για όλη μου την ζωή, ότι πρέπει να γνωρίσω καινούρια άτομα. Θα μπορούσα να κάνω μεγαλύτερο λάθος? Δεν νομίζω. Και δεν λέω, στην αρχή κρατήσαμε επαφή. Αλλά μια μέρα με πήρε τηλέφωνο και δεν το άκουσα. Είδα την κλήση της και δεν νοιάστηκα. Και όταν μετά από μέρες την πήρα εγώ, δεν απάντησε αυτή. Έχουμε να μιλήσουμε γύρω στους δύο μήνες. Και μου λείπει, μου λείπει πολύ. Και τώρα, που νιώθω έτσι, θέλω τόσο πολύ να πιάσω το τηλέφωνο και να καλέσω τον αριθμό που έχω καλέσει τόσες φορές στο παρελθόν. Όμως φοβάμαι. Φοβάμαι ότι αυτή κατάφερε να προχωρήσει. Ότι έχει καινούριες φίλες, ότι θα καθόμαστε αμήχανα χωρίς να έχουμε τι να πούμε. Φοβάμαι ότι έχω χάσει την μοναδική πραγματική φίλη που είχα ποτέ. Και δεν θέλω, το ξέρω ότι φταίω, αλλά έκανα λάθος. Ποτέ δεν ήθελα να φύγει από την ζωή μου και τώρα που αυτό γίνεται, νιώθω ένα τεράστιο κενό μέσα μου.
Αχ, κλαφτήκαμε και σήμερα. ευχαριστώ για την προσοχή σας και για όλο τον χρόνο που σπαταλήσατε διαβάζοντας αυτή την ανάρτηση.